ανασκελώνω

ανασκελώνω
μετ. валить с ног, опрокидывать;

ανασκελώνομαι

1) — лежать на спине;

2) падать навзничь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανασκελώνω" в других словарях:

  • ανασκελώνω — ἀνασκελώνω (Μ) [ανάσκελα] 1. ρίχνω κάτω ανάσκελα 2. (μέσ., ώνομαι) πέφτω ανάσκελα, ανοίγω τα σκέλη …   Dictionary of Greek

  • ανασκελώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ρίχνω κάποιον με τη ράχη κάτω: Ήταν ολοφάνερα δυνατότερός του και τις τρεις φορές που πάλεψαν τον είχε ανασκελώσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»