- ανασκελώνω
- μετ. валить с ног, опрокидывать;1) — лежать на спине;
ανασκελώνομαι
2) падать навзничь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανασκελώνομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανασκελώνω — ἀνασκελώνω (Μ) [ανάσκελα] 1. ρίχνω κάτω ανάσκελα 2. (μέσ., ώνομαι) πέφτω ανάσκελα, ανοίγω τα σκέλη … Dictionary of Greek
ανασκελώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ρίχνω κάποιον με τη ράχη κάτω: Ήταν ολοφάνερα δυνατότερός του και τις τρεις φορές που πάλεψαν τον είχε ανασκελώσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)